παλιατσαρία

παλιατσαρία
η
1. το σύνολο παλιών πραγμάτων: Γέμισες το κατάστημα με όλη αυτή την παλιατσαρία και περιμένεις να προκόψεις.
2. παλιό αντικείμενο: Δεν ντράπηκες που φόρεσες αυτή την παλιατσαρία και παρουσιάστηκες στους ανθρώπους;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλιατσαρία — η 1. σύνολο παλιών και φθαρμένων πραγμάτων 2. παλιό και φθαρμένο αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλιάτσα + κατάλ. αρία (πρβλ. τζαμ αρία)] …   Dictionary of Greek

  • κουρελαρία — η 1. ράκη, παλιατσαρία. 2. σύνολο ανθρώπων κουρελήδων: Μας ήρθε όλη η κουρελαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”