- παλιατσαρία
- η1. το σύνολο παλιών πραγμάτων: Γέμισες το κατάστημα με όλη αυτή την παλιατσαρία και περιμένεις να προκόψεις.2. παλιό αντικείμενο: Δεν ντράπηκες που φόρεσες αυτή την παλιατσαρία και παρουσιάστηκες στους ανθρώπους;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.